γλωσσιά

γλωσσιά
η
1) болтовня, пустословие; трёп (разг ); 2) злословие; 3) наглость, дерзость, дерзкие слова

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γλωσσιά" в других словарях:

  • γλωσσιά — η 1. φλυαρία 2. αυθάδεια 3. συκοφαντία …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιογλωσσία — η συγγενής ανικανότητα παραγωγής λαρυγγικών και ουρανικών φθόγγων χωρίς να υπάρχουν ανατομικές ή πνευματικές ανωμαλίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. idioglossie < idio (πρβλ. ιδιο ) + glossie (πρβλ. γλωσσια < γλωσσος < γλώσσα)] …   Dictionary of Greek

  • μακρογλωσσία — η ιατρ. υπέρμετρη ανάπτυξη τού όγκου τής γλώσσας, που μπορεί να είναι συγγενής ή μυϊκής προέλευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macroglossia < macro (< μακρο *) + glossia (< γλωσσία < γλωσσος < γλώσσα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»